- συνθετάση
- η, Ν(κυρίως στον πληθ.) οι συνθετάσες(βιοχ.) άλλη ονομασία τής ομάδας τών ενζύμων που είναι γνωστά ως λιγάσες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγάση — η (βιοχ.) ένζυμο που καταλύει αντιδράσεις οι οποίες περιλαμβάνουν τη διατήρηση τής χημικής ενέργειας, αλλ. συνθετάση … Dictionary of Greek
γλουταμίνη — Αμινοξύ με χημικό τύπο (NH2)COCH2CH2CH (NH2)COOH. Αποτελεί τροποποιημένη μορφή του γλουταμινικού οξέος, από το οποίο προκύπτει με τη δράση του ενζύμου συνθετάση της γλουταμίνης. Ο διεθνής συμβολισμός της είναι Gln ή Q στον κώδικα του ενός… … Dictionary of Greek
Γουόκερ, Τζον Ε — (John E. Walker, Χάλιφαξ, Γιόρκσαϊρ 1941 –). Άγγλος χημικός. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1965 ξεκίνησε έρευνα σε αντιβιοτικά για τα πεπτίδια στην Οξφόρδη και το 1969 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Εκείνη την εποχή ήρθε σε… … Dictionary of Greek